Μετά από ένα ακόμη καλοκαίρι με παρατεταμένους καύσωνες και εξαιρετικά υψηλές θερμοκρασίες, η Greenpeace δημοσιεύει τη δεύτερη ανάλυσή από την έρευνα πεδίου που πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 2025 σε συνεργασία με το Ελληνικό Ινστιτούτο Παθητικού Κτιρίου (ΕΙΠΑΚ) για τη θερινή ενεργειακή φτώχεια, ένα ζήτημα που αναμένεται να απασχολεί ολοένα και περισσότερο την ελληνική κοινωνία καθώς η κλιματική κρίση εντείνεται.
Η εικόνα που προκύπτει είναι ξεκάθαρη: τα περισσότερα ελληνικά σπίτια δεν μπορούν να προστατεύσουν επαρκώς τους κατοίκους τους από την υπερβολική θερμότητα. Η έλλειψη θερμομόνωσης, η απουσία παθητικού σχεδιασμού και η περιορισμένη ποιότητα των υφιστάμενων ανακαινίσεων οδηγούν σε θερμικές συνθήκες που πλήττουν την υγεία, την ευεξία και την ενεργειακή ασφάλεια των πολιτών.
Κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο του 2025, καταγράφηκαν σε πραγματικό χρόνο θερμοκρασίες, υγρασία, επίπεδα θορύβου και ποιότητα αέρα σε κατοικίες διαφόρων τύπων, σε όλες τις κλιματικές ζώνες της χώρας. Τα δεδομένα αυτά συνδυάστηκαν με στοιχεία για το ελληνικό κτιριακό απόθεμα και την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων ενεργειακής αναβάθμισης, οδηγώντας σε κρίσιμα συμπεράσματα.
Σύμφωνα με την έρευνα, σε αμόνωτες και ελαφρώς ανακαινισμένες κατοικίες, οι εσωτερικές θερμοκρασίες κατά τον καύσωνα του Ιουλίου ξεπέρασαν τους 30°C, ενώ στα παθητικά σπίτια παρέμειναν σταθερές μεταξύ 26–28°C. Παράλληλα, καταγράφηκαν υψηλά επίπεδα υγρασίας, υπερβάσεις CO₂ και θόρυβοι πάνω από τα όρια του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας — φαινόμενα που επιβεβαιώνουν την ανεπάρκεια των περισσότερων ελληνικών κατοικιών να προσφέρουν συνθήκες θερμικής άνεσης.
Η συνολική εικόνα του ελληνικού κτιριακού αποθέματος ενισχύει τις ανησυχίες. Πάνω από το 50% των σπιτιών έχει χτιστεί πριν το 1980, χωρίς καμία υποχρέωση θερμομόνωσης. Περισσότερες από 3 εκατομμύρια κατοικίες παραμένουν χωρίς μόνωση, ενώ λιγότερες από 90.000 διαθέτουν ολοκληρωμένα συστήματα. Δεν είναι τυχαίο ότι το 34% των νοικοκυριών δηλώνει πως δεν δροσίζεται επαρκώς το καλοκαίρι, ποσοστό που αγγίζει το 50% στις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.
Παρά τις φιλόδοξες δεσμεύσεις της ΕΕ και της Ελλάδας για μείωση εκπομπών και ενεργειακής κατανάλωσης, οι πολιτικές υστερούν. Οι επιδόσεις των προγραμμάτων “Εξοικονομώ” είναι περιορισμένες, καθώς επικεντρώνονται κυρίως σε μεμονωμένες παρεμβάσεις (κουφώματα, συστήματα θέρμανσης/ψύξης), χωρίς ολοκληρωμένη προσέγγιση στο κέλυφος του κτιρίου — το στοιχείο που καθορίζει έως και το 75% της εξοικονόμησης ενέργειας.
Η εμπειρία του ΕΙΠΑΚ δείχνει ότι μόνο μέσα από ριζικές ανακαινίσεις με βάση τις αρχές του Παθητικού Κτιρίου μπορούν να εξασφαλιστούν βιώσιμες και άνετες συνθήκες διαβίωσης, με ταυτόχρονη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας και των εκπομπών. Οι πολιτικές πρέπει να στοχεύουν σε:
Μαζικές, βαθιές ενεργειακές ανακαινίσεις, με προτεραιότητα στο κέλυφος
100% επιδότηση για ευάλωτα νοικοκυριά, συμπεριλαμβανομένων των ενοικιαστών
Ένταξη της ψύξης ως βασικού κριτηρίου ενεργειακής αναβάθμισης
Ανακαινίσεις σε επίπεδο πολυκατοικίας, όχι μόνο διαμερίσματος
Εκπαίδευση τεχνικών και ενεργή συμμετοχή ΟΤΑ, ενεργειακών κοινοτήτων και κοινωνικών εταίρων
Η ανάλυση αυτή αποτελεί συνέχεια της πρώτης μελέτης του καλοκαιριού, που χαρτογράφησε τις συνθήκες διαβίωσης στα ελληνικά σπίτια και τις προβλεπόμενες ανάγκες ψύξης για τις επόμενες δεκαετίες. Τα τελικά αποτελέσματα της έρευνας και οι αναλυτικές προτάσεις πολιτικής θα δημοσιευθούν στα τέλη του έτους.
Διαβλαστε ολόκληρη την ανάλυση ΕΔΩ.
Συγγραφή ανάλυσης: Άλκης Καφετζής, συντονιστής έργου για τη θερινή ενεργειακή φτώχεια